- ἀρωματικῶν
- ἀρωματικόςaromaticfem gen plἀρωματικόςaromaticmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… … Dictionary of Greek
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek
νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως … Dictionary of Greek
ναφθένια — Κυκλικές οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων οι οποίες αντιστοιχούν στον γενικό τύπο CnH2n. Περιέχονται κυρίως στα πετρέλαια του Καυκάσου. Οι ενώσεις αυτές ονομάστηκαν ν. κατά το τέλος του περασμένου αιώνα από τον Ρώσο χημικό… … Dictionary of Greek
ανουλένια — Πολυένια μονοκυκλικά με συζυγιακούς διπλούς δεσμούς που έχουν γενικό τύπο CnHn. Με αυτή την έννοια το βενζόλιο μπορεί να ονομαστεί α. [6] (ο αριθμός μέσα σε αγκύλες δείχνει τον αριθμό των ατόμων του άνθρακα που συμμετέχουν στον σχηματισμό του… … Dictionary of Greek
διαζωνίου, άλατα — Ομάδα διαζωνιακών ενώσεων ιδιαίτερης σημασίας, που χρησιμοποιούνται ως αρχικές ουσίες για την παρασκευή πολυάριθμων προϊόντων. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των ενώσεων αυτών αποδεικνύουν τον χαρακτήρα τους ως ιοντικών αλάτων: είναι αδιάλυτα στους … Dictionary of Greek
Φριντέλ - Κραφτς, αντίδραση των- — Οργανική σύνθεση που οδηγεί στην αλκυλίωση των αρωματικών υδρογονανθράκων με αλειφατικά αλογονίδια διαμέσου καταλυτών, όπως το χλωριούχο αργίλιο, ο χλωριούχος σίδηρος, το φθοριούχο βόριο κλπ. (που ταξινομήθηκαν κατά φθίνουσα δραστηριότητα). Η… … Dictionary of Greek
-ίνη — κατάλ. πολλών χημικών όρων οι οποίοι αποτελούν αντιδάνειες λ. ή μεταφορές στην Ελληνική ξεν. όρων που εμφανίζουν κατάλ. ine < λατ. ina, θηλ. τής inus. Η καταλ. ίνη εμφανίζεται σε πολλές κατηγορίες, όπως: 1) στην εμπειρική ονομασία καύσιμων… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek